- αμφορεαφορώ
- ἀμφορεαφορῶ (-έω) (Α) [ἀμφορεαφόρος]έρω, βαστάζω αμφορείς με νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφορεαφόρος — ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ) αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. τού ἀμφορεὺς) + φόρος < φέρω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ] … Dictionary of Greek